ῥαφή

ῥαφή
ῥᾰφ-ή, ,
A seam,

ἱμάντων Od.22.186

; [χιτῶνος] Plu.Cleom.37.
2 suture of the skull,

κεφαλὴ οὐκ ἔχουσα ῥαφήν Hdt.9.83

, cf. Hp.VC1 (pl.), Pl.Ti.76a, Arist.HA491b2, 516a15; also of the heart and other parts, Id.PA 667a7, 677b19;

ῥαφαὶ ὀστέων E.Ph.1159

, Supp.503.
II stitching, sewing,

τρήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις Pl.Plt.280c

; αἱ ῥ. τοῦ τραύματος, of a wound that had been sewn up, D.C.43.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ῥαφή — seam fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραφή — η / ῥαφή, ΝΜΑ 1. το να ράβει κανείς κάτι, να συνενώνει ράβοντας με κλωστή, το ράψιμο (α. «κοπή και ραφή στρατιωτικών στολών β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή, στην οποία συνδέονται με ράψιμο κομμάτια υφάσματος …   Dictionary of Greek

  • ῥαφῇ — ῥάπτω sew together aor subj pass 3rd sg ῥαφῆι , ῥαφεύς stitcher masc dat sg (epic ionic) ῥαφή seam fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραφή — η 1. η σύνδεση που γίνεται με κλωστή και βελόνι: Το ρούχο χάλασε, κι οι ραφές κρατούσαν. 2. το σημείο που συνδέονται δύο επιφάνειες: Ραφές του κρανίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥαφῆι — ῥαφῇ , ῥάπτω sew together aor subj pass 3rd sg ῥαφεύς stitcher masc dat sg (epic ionic) ῥαφῇ , ῥαφή seam fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαφᾶν — ῥάφη a large kind of radish fem gen pl (doric aeolic) ῥαφή seam fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαφῶν — ῥάφη a large kind of radish fem gen pl ῥαφή seam fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαφαῖς — ῥαφή seam fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαφαί — ῥαφή seam fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαφήν — ῥαφή seam fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξώραφος — η, ο αυτός που έχει τη ραφή από την έξω πλευρά, ο ραμμένος εξωτερικά, που η ραφή του διακρίνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + ραφή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”